- συγγίγνομαι
- και ιων. τ. συγγίνομαι Α [γίγνομαι]1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο3. συναναστρέφομαι με κάποιον4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους καὶ μοχθηροτέρους ἀποπέμπων», Πλάτ.)5. έρχομαι σε βοήθεια («ὦ θεοὶ πατρῷοι, συγγενέσθε γ' ἀλλὰ νῡν», Σοφ.)6. συναντώ7. (με δοτ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι8. γίνομαι γνώστης ενός πράγματος9. φρ. «συγγίγνομαι εἴς τι» — συναντώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.